- κακόπραχτος
- -η, -ο1. επιβλαβής, αυτός που η πράξη του γίνεται για κακό ή αποβαίνει σε κακό («τόν ακολούθησεν ο πλούτος, θείος στα χέρια τού καλού, και κακόπραχτος, αν ούτως και είν' στα χέρια τού κακού», Σολωμ.)2. αυτός που έχει πραχθεί κακώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* (< επίρρ. κακά) + πράττω].
Dictionary of Greek. 2013.